φτιαχτικά

φτιαχτικά
τα
βλ. φτιαστικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φτιαστικά — φτιαστικά, τα και φτιαχτικά, τα η αμοιβή για το φτιάσιμο (βλ. λ.), τα έξοδα για την επιδιόρθωση, τα επιδιορθωτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”